Σαν Σημερα: Προσωπα

Η ρομαντική ηρωίδα του 20ου αιώνα

Η Ελληνίδα ρομαντική ποιήτρια,αλλά και μια μορφή της μεσοπολεμικής αβάν-γκαρντ. Διανοούμενη που την κυβερνά το ένστικτο. Περισσότερο γνωστή για την ερωτική της σχέση με τον Καρυωτάκη και λιγότερο για την ποίησή της, η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε σαν σήμερα. 

 

Η Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα, γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Γενικά, τα παιδικά της χρόνια υπήρξαν ευτυχισμένα, με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, πνευματική καλλιέργεια και φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις, προχωρημένες για την εποχή. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

 

Τα πρώτα χρόνια

 

Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο ''Ο πόνος της μάνας'' δημοσιευμένο στο περιοδικό εργοχείρων και ποικίλης ύλης Οικογενειακός Αστήρ. Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο.

 

Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα 40 ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της. Οι ενοχές της είναι έντονες, επειδή το διάστημα αυτό είχε φύγει από την Καλαμάτα, παρασυρμένη από ένα σφοδρό έρωτα παρά την κακή κατάσταση υγείας της μητέρας της.

 

 

Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.

 

Εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στην οδό Μεθώνης. Στην ίδια γειτονιά των μποέμ και των ποιητών της εποχής, Του Λαπαθιώτη και του Καρυωτάκη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες εικοσάχρονες της εποχής της, η Πολυδούρη είναι ελεύθερη. Δε την δεσμεύει καμία κοινωνική σύμβαση προερχόμενη από το οικογενειακό περιβάλλον. Εδώ αρχίζει και η μοναχική της πορεία. "Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ' ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό", γράφει στο ημερολόγιό της. Εργάζεται, σπουδάζει, διασκεδάζει, φλερτάρει, ξενυχτάει. Χορεύει καταπληκτικά. Οι νεαροί γύρω της συνωστίζονται ασταμάτητα. Καπνίζει. Γράφει ποίηση αντί να κεντάει. Συμπαθεί τους μπολσεβίκους. Μεταφράζει τους καταραμένους γάλλους ποιητές. Είναι μια γυναίκα που πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα των φύλων .

 

Ο έρωτας με τον Καρυωτάκη

 

Αυτό δεν είναι προφίλ μιας νέας κοπέλας της εποχής. Είναι μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Αυτή είναι η εικόνα. Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, έναν ήδη φτασμένο ποιητή και η ομολογία αυτής της σχέσης είναι ένα θέμα συζήτησης στα σαλόνια. Μη ξεχνιόμαστε. Η Αθήνα είναι ένα μικρό χωριό που ζει τις ημέρες μετά την κατάρρευση της εθνικής ιδέας, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα γαλλικά έθιμα που επιθυμεί να έχει, παράλληλα με τη υποδοχή των προσφύγων.

 

 

Η Πολυδούρη ζει μια ζωή σχεδόν μυθιστορηματική σε φαστ φόργουορντ. Η πυκνότητα των κινήσεών της είναι ασύλληπτη. Η Πολυδούρη βασανίζεται. Από τον ανολοκλήρωτο έρωτα για τον Καρυωτάκη, από το σύντομο ειδύλλιο τους, από το αδιέξοδο που της δημιουργεί η σχέση τους. Η γνωριμία τους μετρούσε μετά βίας ένα εξάμηνο, όταν το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.

 

Ασφυκτιά στο δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον, κάποια στιγμή απολύεται. Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια και ίσως αυτό είναι το καμπανάκι για την φυματίωση. Νοιώθει απογοήτευση και η συμπεριφορά της εμφανίζει μεγάλες μεταπτώσεις. Αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο, γράφει πεζά κατά κύριο λόγο, αρραβωνιάζεται αυτόν που την έχει διεκδικήσει περισσότερο από τους άλλους και αιφνίδια στα τέλη του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι.

 

 Η ασθένεια

 

Μέσα σε οκτώ μόνο χρόνια αυτή η εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς ποιήτρια, λογοτέχνης, φεμινίστρια, ερωμένη, ερωτευμένη, με ευαίσθητη υγεία, ατίθαση, υπερήφανη, πασίγνωστη είναι μια καταραμένη περίπτωση. Έχει μεταφράσει στα 15 της Σαπφώ. Ποιητική φύση μεν, αλλά κοινωνικά μη αποδεκτή. Επιστρέφει από το Παρίσι με φυματίωση, άφραγκη, ταπεινωμένη, το 1928. Εισάγεται στη Σωτηρία. Εκεί την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, πριν ξεκινήσει για την Πρέβεζα. Ο Καρυωτάκης αυτοκτονεί τον Ιούλιο του 28. Η αυτοκτονία του την απελπίζει. Αν σήμερα, ακόμα, συζητάμε για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την πράξη τον ποιητή, σκεφθείτε αυτή τη νέα ερωτευμένη μαζί του γυναίκα, τη μόνη που γνώριζε το μυστικό της ασθένειάς του. 

 

 

Στη Σωτηρία τον πρώτο καιρό επιχειρεί να συνεχίσει τη ζωή της, βγαίνει από το νοσοκομείο, πίνει, καπνίζει και ξενυχτάει. Γράφει ασταμάτητα. Εγχειρίζεται και επιδεινώνεται η υγεία της. Ενώ βρίσκεται σε τραγική κατάσταση εκδίδεται και η πρώτη και η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και η "Ηχώ στο χάος". Οι περιγραφές για την παραμονή της στη "Σωτηρία" είναι εξωφρενικές.  Παρόλο τον κίνδυνο μιας ασθένειας μολυσματικής, κολλητικής, η παραμονή της στο νοσοκομείο είναι ένα αξιοθέατο.

 

Οι νέοι ποιητές της εποχής της την έχουν αποθεώσει. Γίνεται ένα κοσμικό προσκύνημα στο καμαράκι της. Ποιητές, περίεργοι, θαυμαστές, την κοιτάζουν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι κύκλοι οι οποίοι την υπερασπίζονται στα δύσκολα χρόνια της "Σωτηρίας", η σοσιαλίστρια και φεμινίστρια Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γ. Κοτζιούλας, ο Κ. Παπαδάκης, ο Π. Κριναίος, ο Μίνως Ζώτος και άλλοι νεαροί ποιητές, γίνονται έξαλλοι με αυτές τις εκδηλώσεις που λίγο ως πολύ είναι υποκριτικές. Είναι βέβαιον ότι η ζωή της Πολυδούρη θα μπορούσε να παραταθεί αν υπήρχαν χρήματα, αν είχε μια καλύτερη περίθαλψη, αν είχε καλύτερη τροφή και τα ακριβά φάρμακα της εποχής. Υπήρχε και η κοινωνική αντίληψη που έλεγε ότι η Πολυδούρη ήταν μια κοπέλα που δεν πρόσεχε. Τα έπαθε, επειδή ζούσε μια έκλυτη ζωή, σχεδόν της άξιζε. Εκεί καταλαβαίνει κανείς το πόσο απροστάτευτη είναι. Και πόσο μόνη. Δεν υπήρχε στην περίπτωσή της ένας ισχυρός ιστός προστασίας, ούτε οικογένεια, ούτε συγγενείς. Τα αδέρφια της μόνο, νεαρά παιδιά και αυτά. 

 

Το έργο 

 

Το ποιητικό της έργο διαπνέεται από το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής, ενώ ο έρωτας και ο θάνατος είναι η δυο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Έντονες είναι οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της Κώστα Καρυωτάκη αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια.

 

 

Το τέλος

 

Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930. Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε τόσο νωρίς επειδή ήταν φτωχή. Πρώτα η φτώχεια και μετά η φυματίωση. Κανείς δε θα μάθει ποτέ αν είχε το τέλος σαν σκοπό. Έβλεπε το τέλος και πήγαινε τρέχοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Η ασθένειά της ήταν δυστυχώς, ο κινητήριος μοχλός της τόσο πυρετικής της δημιουργίας. 

 

Σήμερα, 84 χρόνια μετά από το θάνατό της, μπορούμε να σκύψουμε καθαρά επάνω στο έργο της, το οποίο είναι σαφώς συνδεδεμένο με τη ζωή της και την αγέραστη προσωπικότητά της και σαφώς ανώτερο από αυτήν.  

 

"Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν όλα. Να φύγουν κι οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου. Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι όλα μου λείψαν κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου." 

 

Πηγές: tovima.gr/tvxs.gr/lifo.gr

Σχόλια

Το Arcadia938.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης υβριστικών, συκοφαντικών, ρατσιστικών σχολίων και διαφημίσεων, καθώς αντιβαίνουν στις διατάξεις την κείμενης νομοθεσίας. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά προσωπικές απόψεις αναγνωστών.