Γ. Παπαηλιού: Η ΝΔ αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη ως εργαλείο επιβολής της πολιτικής κυριαρχίας της
Η ομιλία του Αρκά βουλευτή στην ολομέλεια της Βουλής, επί νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Ο Βουλευτής Αρκαδίας και Τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος Παπαηλιού κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» είπε, μεταξύ των άλλων τα εξής:
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με απόλυτη προσήλωση στο νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό πρόταγμά της, αντιμετωπίζει και διαχειρίζεται τη Δικαιοσύνη, όχι ως ανεξάρτητη εξουσία, αλλά ως εργαλείο επιβολής της πολιτικής κυριαρχίας της.
Από το 2019 μέχρι σήμερα η περίοδος της κυβέρνησης Μητσοτάκη ενσωματώνει επιλογές συστηματικής θεσμικής οπισθοδρόμησης, υπονόμευσης της ανεξαρτησίας των θεσμών, προστασίας των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων αλλά και περιορισμού των δικαιωμάτων για τους πολλούς-τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Η ταξική μεροληψία της κυβερνητικής πολιτικής στο χώρο της Δικαιοσύνης είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Οι αλλαγές στους ποινικούς κώδικες επέφεραν την απαλλαγή από την ευθύνη τραπεζικών στελεχών, τις εξαιρέσεις σε οικονομικά εγκλήματα «λευκού κολάρου» και τις υποθέσεις φορολογικής απάτης.
Ταυτόχρονα, θεσπίστηκαν και ενισχύθηκαν οι ρυθμίσεις που ποινικοποιούν τη συλλογική δράση-τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, ακόμη και τις συμβολικές πράξεις αντίστασης. Το μήνυμα είναι σαφές, για τους λίγους, ισχυρούς και ημέτερους, ασυλία, για τους πολλούς, τρομοκράτηση, απειλές, εκβιασμοί και καταστολή.
Ενδεικτικές περιπτώσεις υποθέσεων ευρύτερου δημοσίου ενδιαφέροντος που, λόγω των κυβερνητικών παρεμβάσεων, εμποδίστηκε η απονομή του δικαίου.
Η διαχείριση του σκανδάλου Novartis αποκαλύπτει, πώς μια κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει την κρατική εξουσία, με τον πιο ωμό τρόπο, όχι για τη διερεύνηση-τη διαλεύκανση υποθέσεων διαφθοράς αλλά για την ποινικοποίηση της ερευνητικής διαδικασίας. Η μετατροπή του σκανδάλου σε «σκευωρία» δεν αφορά απλώς ένα πολιτικό παιχνίδι. Είναι στρατηγική επιλογή συγκάλυψης, με διώξεις κατά δικαστικών λειτουργών, επιθέσεις κατά εισαγγελέων και προσπάθεια εξευτελισμού μαρτύρων.
Έτσι επιβεβαιώνεται, και στη συγκεκριμένη υπόθεση, ότι οι δομές του συστήματος επιστρατεύονται για να εξασφαλίσουν την ατιμωρησία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων δημοσιογράφων, πολιτικών, ακόμα και εν ενεργεία υπουργών, της ηγεσίας του Στρατεύματος αλλά και απλών πολιτών υπήρξε σημείο καμπής.
Η κυβέρνηση επιχείρησε να νομιμοποιήσει την παρακολούθηση, ως εργαλείο άσκησης εξουσίας, υποβαθμίζοντας το σκάνδαλο, αγνοώντας συγκλονιστικές αποκαλύψεις-στοιχεία και επιχειρώντας να αποπροσανατολίσει τόσο την κοινή γνώμη όσο και τη σχετική δικαστική έρευνα.
Μάλιστα, σ΄ αυτό το πλαίσιο, η δικαιοσύνη συνέπραξε, ως μη ώφειλε, και οι συμπράξαντες στο συγκεκριμένο «θεάρεστο» έργο δικαστικοί λειτουργοί ανταμείφθηκαν, προαχθέντες, η κ. Βλάχου-Εισαγγελέας της ΕΥΠ με τις πολλές αυθαίρετες, αντισυνταγματικές και παράνομες επισυνδέσεις, προήχθη σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Άξιος ο μισθός της.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών συνιστά δομική έκφραση του αυταρχισμού της Δεξιάς, που παρακολουθεί τους πάντες, χωρίς να ανέχεται τον αντίλογο, τον έλεγχο και τη διαφάνεια.
Και τέλος το έγκλημα των Τεμπών, που είναι δίδυμο, αυτή καθ΄ εαυτή η σύγκρουση δύο αμαξοστοιχιών που εκινούντο προς αντίθετες κατευθύνσεις, «τυφλά» και η συνεχιζόμενη επιχείρηση συγκάλυψης, με την «ευγενική χορηγία» της κυβέρνησης της ΝΔ.
Όσον αφορά την καθημερινή δικαστηριακή πρακτική, η ψήφιση του νομοσχεδίου για το Δικαστικό Χάρτη αποτέλεσε μία από τις βασικές θεσμικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο χώρο της Δικαιοσύνης. Υποτίθεται ότι αποσκοπεί στην εξορθολογισμένη κατανομή των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ανά την επικράτεια, βάσει πραγματικών δεδομένων που αφορούν το φόρτο εργασίας και την πληθυσμιακή κατανομή.
Πρόκειται για παρέμβαση με έντονα τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά και λογική «άνωθεν επιβολής». Εξάλλου η Παγκόσμια Τράπεζα είχε αναλάβει τη μελέτη. Τα κριτήριά της είναι προφανώς στενά «οικονομίστικα», πάντοτε υπέρ των «μεγάλων και ισχυρών», και όχι τέτοια που να συνδέονται με τη Δικαιοσύνη ως κοινωνικό αγαθό στη οποία οι πολίτες πρέπει να έχουν άμεση πρόσβαση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ενισχύεται η τάση συγκέντρωσης των δικαστικών υπηρεσιών σε αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της δικαστικής παρουσίας στην περιφέρεια – κάτι που θίγει ιδιαίτερα την περιφέρεια και τους πολίτες της.
Η Δικαιοσύνη, γενικώς αλλά και στην Ελλάδα των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, που διερυρύνονται συνεχώς, με τις πολιτικές της ΝΔ, δεν μπορεί να μετράται με όρους ποσοτικούς.
Και αυτό, διότι η απονομή της στους πολίτες είναι δημόσιο αγαθό και κοινωνικό δικαίωμα που όμως η σημερινή κυβέρνηση το μετατρέπει σε «υπηρεσία» για λίγους.
Η Δικαιοσύνη δεν είναι ουδέτερη.
Πρέπει όμως να είναι αμερόληπτη και να μη γίνεται εργαλείο επιβολής της εξουσίας και αναπαραγωγής των ανισοτήτων.
Συνακόλουθα, πρέπει, να είναι ανεξάρτητη, να μην ελέγχεται, να μην ποδηγετείται και να μην επηρεάζεται από την πολιτική εξουσία.
Η Δικαιοσύνη και εν τέλει η Δημοκρατία δεν είναι αφηρημένες έννοιες.
Οικοδομούνται μέσω των θεσμών, της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δεσμεύεται για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τη Δικαιοσύνη, μία Δικαιοσύνη ανεξάρτητη, θεσμικά ενισχυμένη, ακηδεμόνευτη, άμεσα προσβάσιμη στους πολίτες και ταχεία.