Η ΛαΣυ Πελοποννήσου για το υδατικό πρόβλημα στην Πελοπόννησο
«Για τα οξυμένα προβλήματα με την έλλειψη και ποιότητα νερού στην Περιφέρεια Πελοποννήσου και τα κυβερνητικά σχέδια παραπέρα εμπορευματοποίησης του νερού»

Η Λαϊκή Συσπείρωση Πελοποννήσου για ακόμη μια φορά θέτει προς συζήτηση το οξυμένο
και ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα της ύδρευσης και άρδευσης στην Περιφέρεια Πελοποννήσου, το
οποίο αφορά άμεσα τις βασικές λαϊκές ανάγκες, τη δημόσια υγεία, την αγροτική παραγωγή και
συνολικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Για μια ακόμα χρονιά σε πολλές περιοχές της Περιφέρειας παρουσιάζονται μια σειρά από
σοβαρά προβλήματα τόσο στην επάρκεια όσο και στην ποιότητα του πόσιμου νερού. Υπάρχουν
καταγγελίες για νερό ακατάλληλο προς πόση, με προβλήματα ρύπανσης ή και υψηλής
περιεκτικότητας σε νιτρικά και άλλες επιβαρυντικές ουσίες, αλλά και για συνεχείς διακοπές
υδροδότησης ιδιαίτερα σε τουριστικές ή αγροτικές περιοχές κατά τους θερινούς μήνες.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Δήμου Βέλου – Βόχας στην Κορινθία όπου το νερό
ύδρευσης όχι μόνο είναι ανεπαρκές για να καλύψει τις βασικές ανάγκες αλλά είναι και
επικίνδυνο για την δημόσια υγεία, καθώς έλεγχοι της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της
Περιφέρειας επιβεβαίωσαν ότι το δίκτυο ύδρευσης σε περιοχές όπως το Βέλο, το Βραχάτι, το
Ζευγολατιό και το Κοκκώνι περιέχει επικίνδυνα μικρόβια και χημικές ουσίες.
Στην Περαχώρα Λουτρακίου ζεστό νερό τρέχει από τις βρύσες κατά τους καλοκαιρινούς
μήνες, εδώ και πέντε χρόνια, εξαιτίας αστοχίας του νέου δικτύου ύδρευσης, δημιουργώντας
σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα των κατοίκων και την δημόσια υγεία.
Σε πολλές περιοχές στην Πελοπόννησο εντοπίζονται αντίστοιχα προβλήματα επάρκειας και
ποιότητας του νερού, που κρίνεται ακατάλληλο όχι μόνο για πόση αλλά και για βασικές
χρήσεις υγιεινής και καθαριότητας.
Αλλά και στο ζήτημα της άρδευσης τα προβλήματα παραμένουν ιδιαίτερα οξυμένα καθώς όλο και περισσότεροι βιοπαλαιστές αγρότες έρχονται αντιμέτωποι με μεγάλες ζημιές στην παραγωγή και τις καλλιέργειές τους εξαιτίας της έλλειψης και της ποιότητας του νερού, καθώς και του ολοένα και μεγαλύτερου κόστους άρδευσης.
Σε πολλές περιοχές υπάρχει έντονο το πρόβλημα της υφαλμύρωσης όπως για παράδειγμα ο Αργολικός Κάμπος, το Παράλιο Άστρος κ.α., ενώ επεκτείνονται όλο και περισσότερο οι ζώνες όπου τα νερά χαρακτηρίζονται ακατάλληλα για οικιακή και αγροτική χρήση. Την ίδια στιγμή που υπάρχουν αυτά τα τεράστια προβλήματα, πολλά από τα έργα για την κάλυψη των αναγκών σε ύδρευση και άρδευση, εξακολουθούν να «καρκινοβατούν» για πολλά χρόνια ως προς την κατασκευή τους, όπως είναι π.χ. το φράγμα Ασωπού στην Κορινθία, άλλα δεν έχουν ξεκινήσει, όπως π.χ. το φράγμα της Κελεφίνας στη Λακωνία, το φράγμα Τζερτζελιάς στην Αργολίδα, ενώ πολλά που έχουν ήδη ολοκληρωθεί δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες υποδομές και δίκτυα για να φθάσει το νερό στα χωράφια (Φιλιατρινό φράγμα, Λίμνη Τάκα, Δόξα κ.α.).
Πολλές επίσης από τις υποδομές που μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα έλλειψης νερού, είναι εγκαταλειμμένες στην μοίρα τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το έργο του Αναβάλλου στην Αργολίδα, που εδώ και 55 χρόνια δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική παρέμβαση, με τα προβλήματα σε αυτό να είναι πολύ μεγάλα ακόμη και σε στατικά ζητήματα του κτιρίου του, αλλά και άλλες υποδομές όπως το δίκτυο του ΑΟΣΑΚ στην Κορινθία όπου οι αγρότες πληρώνουν τέλη χωρίς να ποτίζουν!
Αποδεικνύεται για ακόμη φορά ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου το νερό δεν αντιμετωπίζεται ως αγαθό αλλά ως εμπόρευμα, οι όποιες δυνατότητες για επαρκές και ποιοτικό νερό θυσιάζονται στον βωμό του κέρδους. Αντί για τα απαραίτητα έργα αξιοποίησης των υδάτινων πόρων, εμπλουτισμού του υδροφόρου ορίζοντα κλπ, προκρίνονται έργα στη λογική του επιχειρηματικού κέρδους όπως για παράδειγμα οι κοστοβόρες και μη βιώσιμες μονάδες αφαλάτωσης, που θα πληρώσουν πανάκριβα οι βιοπαλαιστές αγρότες και τα λαϊκά στρώματα για την εγκατάστασή και την λειτουργία τους.
Περιφέρεια και Δημοτικές αρχές αντί να πιέσουν για γενναία χρηματοδότηση των υποδομών από τον κρατικό προϋπολογισμό, στην ουσία υλοποιούν κατά γράμμα την πολιτική εμπορευματοποίησης του νερού και τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Σε πλήρη εφαρμογή της αρχής για "ανάκτηση κόστους" μια σειρά δημοτικές αρχές προχωρούν σε ολοένα και μεγαλύτερες αυξήσεις των τιμολογίων ύδρευσης, μετακυλώντας το κόστος στα λαϊκά στρώματα, όπως είναι για παράδειγμα ο Δήμος Μεγαλόπολης όπου προχωρά αυτό το διάστημα σε τεράστιες αυξήσεις των τελών ύδρευσης επικαλούμενος «παρατεταμένη ανομβρία, κατασπατάληση, υδροκλοπές, παλιό/εγκαταλελειμμένο δίκτυο», σε μια περιοχή που θεωρείται πλούσια σε υδάτινα αποθέματα.
Μέσα σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, η κυβέρνηση της Ν.Δ. συνεχίζοντας την πολιτική όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων, αντί να δώσει λύσεις με έργα υποδομών, χρηματοδότηση και ενιαίο σχεδιασμό, προχωρά τα σχέδιά της για παραπέρα εμπορευματοποίηση του νερού, υλοποιώντας τις κατευθύνσεις της ΕΕ, με πρόσχημα την «ορθολογική διαχείριση». Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί, με την «Εθνική Στρατηγική για τα Ύδατα» που παρουσιάστηκε πρόσφατα, περιλαμβάνουν σχέδια συγχώνευσης των υπηρεσιών και φορέων ύδρευσης και άρδευσης (ΔΕΥΑ, ΤΟΕΒ, ΓΟΕΒ) σε Ανώνυμες Εταιρείες ανά υδατικό διαμέρισμα, με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή και την λειψυδρία και κριτήριο τη λεγόμενη «βιωσιμότητα», που στην ουσία οδηγούν σε συγκεντροποίηση, ιδιωτικοποίηση και παραπέρα εμπορευματοποίηση του νερού.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση αξιοποιεί τον κίνδυνο της λειψυδρίας για να μετατρέψει το νερό σε όλο και πιο ακριβό εμπόρευμα και να διασφαλίσει την κερδοφορία των ΑΕ που θα αναλάβουν τη διαχείρισή του, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Ιδιαίτερα δε για τους βιοπαλαιστές αγρότες αυτή η επιλογή θα έχει ως συνέπεια νέα αύξηση στο κόστος παραγωγής χωρίς φυσικά να λύνει και τα σοβαρά προβλήματα επάρκειας.
Το ζητούμενο όμως, δεν είναι άλλο ένα μοντέλο διαχείρισης της πολιτικής της εμπορευματοποίησης του νερού, πόσο μάλλον ένα μοντέλο στα πρότυπα της ΔΕΗ, με τα γνωστά αποτελέσματα για τις τσέπες των λαϊκών νοικοκυριών, αλλά η πραγματοποίηση όλων των αναγκαίων έργων υποδομής, η οποία προσκρούει σε αυτήν ακριβώς την πολιτική και τα κριτήρια του κόστους-οφέλους.
Με βάση τα παραπάνω ρωτάμε την Περιφερειακή Αρχή:
- Ποια μέτρα θα πάρει από την πλευρά της ώστε να αντιμετωπιστούν τα οξυμένα προβλήματα με την επάρκεια και την ποιότητα του νερού που παρουσιάζονται σε διάφορες περιοχές της Περιφέρειας Πελοποννήσου σε ύδρευση και άρδευση;
- Σε ποια φάση βρίσκονται τα μεγάλα έργα (φράγματα, δίκτυα, κλπ) ως προς την υλοποίησή τους, καθώς και η επαρκής συντήρηση στις υπάρχουσες υποδομές;
- Πως τοποθετείται σε σχέση με τα κυβερνητικά σχέδια για συγχώνευση των σημερινών παρόχων και τη δημιουργία Ανώνυμων Εταιρειών σε Ύδρευση και άρδευση; Επίσης, είναι επιτακτική ανάγκη τόσο η Περιφερειακή Αρχή όσο και συνολικά το Περιφερειακό Συμβούλιο να τοποθετηθεί στα εξής ζητήματα:
Να εκφράσει την πλήρη αντίθεσή του σε κάθε προσπάθεια εμπορευματοποίησης του νερού, μέσα από ιδιωτικοποιήσεις, ΣΔΙΤ ή διαχείριση από επιχειρηματικούς ομίλους.
Να διεκδικήσει από την κυβέρνηση και τους αρμόδιους κρατικούς φορείς:
Άμεση χρηματοδότηση και υλοποίηση έργων ύδρευσης και άρδευσης σε όλη την Περιφέρεια, με έμφαση στις περιοχές που αντιμετωπίζουν σήμερα τα πιο οξυμένα προβλήματα.
Αντικατάσταση και συντήρηση δικτύων ύδρευσης για εξασφάλιση ποιοτικού και ασφαλούς πόσιμου νερού για όλους.
Μέτρα προστασίας και εμπλουτισμού των υδροφορέων, για αντιμετώπιση φαινομένων όπως η υφαλμύρωση.
Διασφάλιση φθηνού και επαρκούς νερού άρδευσης για τους αγρότες, ώστε να διατηρηθεί η αγροτική παραγωγή και το εισόδημά τους.
Εκπόνηση συνολικού σχεδίου διαχείρισης υδάτων που να στηρίζεται στις λαϊκές ανάγκες και όχι στην επιχειρηματική κερδοφορία.
Να απαιτήσει τη θεσμική διασφάλιση του νερού ως κοινωνικού αγαθού και όχι ως εμπόρευμα.
Οι Περιφερειακοί Σύμβουλοι της Λαϊκής Συσπείρωσης
Νίκος Κουτουμάνος
Γιάννης Κελλάρης