Πως φθάσαμε στο δημοψήφισμα του 2015- H απόφαση Τσίπρα και οι αντιδράσεις
Τι αφηγείται ο πρώην Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στο βιβλίο του με τίτλο "Ιθάκη"
Στις κρίσιμες στιγμές του Ιουνίου του 2015, συγκεκριμένα της 26ης Ιουνίου, τότε, δηλαδή, που ελήφθη και η απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αναφέρεται η προδημοσίευση από την «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα που ακολουθεί.
Ενα απόσπασμα που αρχίζει από ένα τραχύ περιστατικό μεταξύ του τότε πρωθυπουργού και του τότε προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ: «[…] με ύφος που ισορροπούσε ανάμεσα στην αποφασιστικότητα και την αγένεια, θέλοντας ίσως να πάρει τη ρεβάνς από το δικό μου σκληρό τηλεφώνημα, πριν τις 20 Φεβρουαρίου, πήρε τον λόγο στην έναρξη της Συνόδου για να ανακοινώσει με στόμφο: “The game is over”. Ηταν μια από τις στιγμές που ένιωσα την οργή να με κυριεύει. Ποιος ακριβώς νόμιζε ότι ήταν και από πού αντλούσε το θράσος να περιγράφει ως παιχνίδι το δράμα ενός ολόκληρου λαού;», διερωτάται ο Αλ. Τσίπρας που προσθέτει: «Σκέφτηκα, όχι μόνο ως πολιτικός αλλά και ως απλός Ελληνας, ότι η πατρίδα μου, με όλα της τα λάθη, δεν ύψωσε ποτέ το δάχτυλο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Κι εγώ, προσωπικά, εκπροσωπούσα έναν λαό μιας χώρας, που κάποτε είχε ψηφίσει υπέρ της ένταξης της δικής του χώρας, της Πολωνίας, στην Ε.Ε., σε μια στιγμή που εκείνοι ζητούσαν στήριξη και αλληλεγγύη. Του απάντησα στο ύφος που άξιζε η δήλωσή του.
Του είπα πως δεν είχε το δικαίωμα να αποκαλεί παιχνίδι μια διαπραγμάτευση από την οποία κρεμόταν η ζωή ενός ολόκληρου λαού. “Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Μια ολόκληρη χώρα κρέμεται από μια κλωστή”, του είπα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έκανε και το λάθος, ή την πρόκληση, να ενσωματώσει στο ανακοινωθέν της Συνόδου την “απόφαση”, σαν να είχε επιτευχθεί Συμφωνία».
Ομως, συνεχίζει, «δεν υπήρχε συμφωνία. Υπήρχε ένα τελεσίγραφο. Ενα τελεσίγραφο το οποίο εμείς καλούμασταν να αποδεχτούμε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι βαθύτερο: ότι το δημοψήφισμα δεν ήταν απλώς ένα εργαλείο πολιτικής αποδοχής και στήριξης, ή απόρριψης, των κυβερνητικών επιλογών.
Ούτε βέβαια των δικών μου προσωπικών αποφάσεων. Ηταν η ασπίδα για την ίδια τη σωτηρία της χώρας. Οι εταίροι έπρεπε να καταλάβουν ότι δεν είχαν απέναντί τους μια Κυβέρνηση εξαντλημένη από μήνες διαπραγματεύσεων, έτοιμη είτε να συνθηκολογήσει είτε να καταρρεύσει. Είχαν απέναντί τους έναν ολόκληρο λαό. Και αν ήθελαν να προχωρήσουν χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες, θα έπρεπε πλέον να κάνουν μια ξεκάθαρη επιλογή: να αμφισβητήσουν ανοιχτά όχι απλώς μια Κυβέρνηση, αλλά την ίδια τη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που, ας μην το ξεχνάμε, είναι η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία».
«Δική μου απόφαση»
Σύμφωνα με όσα αφηγείται ακολούθως ο πρ. πρωθυπουργός, «το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ηταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία, δημοκρατική ευαισθησία. Πρώτοι το έμαθαν οι πιο κοντινοί μου συνεργάτες. Τους είπα καθαρά: το πρόβλημα είναι πολιτικό. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτά που μας ζητούσαν, όχι γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί αυτό που ζητούσαν ήταν η ταπείνωση του λαού και η πολιτική μας εξαφάνιση. Η απόφαση δεν μου ήταν εύκολη.
Δεν είμαι άνθρωπος που παίρνει βιαστικές αποφάσεις ή κάνει άλματα στο κενό, το αντίθετο. Βασανίζω και βασανίζομαι για κάθε μου απόφαση. Ζυγίζω την κάθε κίνηση, υπολογίζω την κάθε λεπτομέρεια, καμιά φορά περισσότερο από όσο χρειάζεται. Συνυπολόγισα, λοιπόν, τι θα ακολουθούσε: τις επιθέσεις, τις πιέσεις, την προσπάθεια αποδόμησης. Οχι μόνο σε μένα, κυρίως στη χώρα.
Ηξερα πως έπρεπε να περάσω μέσα από ναρκοπέδιο, αν ήθελα να δώσω αίσιο τέλος στην Οδύσσεια αυτής της Ελλάδας, να την οδηγήσω στην Ιθάκη της. Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, μέσα μου έκλεισε ο κύκλος της αναμονής. Ηρθε η ώρα, είπα. Ζήτησα από τους συνεργάτες μου να συγκαλέσουν εκτάκτως νωρίς το επόμενο πρωί σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας και όλων των στελεχών της ελληνικής αποστολής, στο ξενοδοχείο The Hotel, στον τελευταίο όροφο, στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπεία μας. Ηταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πειραματόζωου. Αλλά, την ίδια στιγμή, ήξερα ότι το κόστος αυτής της επιλογής θα ήταν βαρύ. Και ότι εγώ, προσωπικά, έπρεπε να είμαι έτοιμος να το σηκώσω».
«Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ηταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία, δημοκρατική ευαισθησία»
Και, στην κρισιμότερη στιγμή της ημέρας, τη σύσκεψη, «ζήτησα να φύγουν τα κινητά από την αίθουσα για τον κίνδυνο των υποκλοπών. “Προτείνω να πάμε για δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση”, τους είπα. Και συνέχισα: “Δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στο χρέος. Επιλέγουν αυτήν τη στάση, όχι επειδή πιστεύουν πως η πρότασή τους είναι μια λύση, αλλά επειδή θέλουν να μας τελειώσουν. Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα και αφού μας έδωσαν ένα τελεσίγραφο να θέσουμε το τελεσίγραφό τους στην κρίση του ελληνικού λαού”».
«Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Επεσε σιωπή. Ηταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος. Υστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. “Ποιος είναι ο στόχος μας;”, με ρώτησαν. “Ο στόχος”, συνέχισα, “είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα. Να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μια νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική”.
Τους εξήγησα καθαρά: “Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που, αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της, ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας”.
[…] Δεν είχαμε λεπτό για χάσιμο. Τα γεγονότα πλέον μας καταδίωκαν. Εκείνο το πρωινό ακολουθούσε η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, ενώ εγώ συγκάλεσα εκτάκτως για το ίδιο βράδυ το Κυβερνητικό Συμβούλιο στην Αθήνα, με σκοπό τη λήψη απόφασης για την εξαγγελία του δημοψηφίσματος. Ζούσα τότε σε έναν άλλο κόσμο, σκληρό, απαιτητικό, απομονωμένο, τον κόσμο της διαπραγμάτευσης. Ημουν απορροφημένος πλήρως, λες και τίποτε άλλο δεν υπήρχε γύρω μου.
Εκείνη τη μέρα είχε γενέθλια ο Ορφέας, ο μικρότερος γιος μου, αλλά το είχα ξεχάσει εντελώς. Δεν σκέφτηκα ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα “Χρόνια πολλά”. Από το αεροπλάνο πήγα κατευθείαν στο Μαξίμου».
(Πηγή: efsyn.gr)