"Άγουρα κεράσια": Η φιλαυτία και η υποκρισία πιάστηκαν.. "αγκαζέ" και χάθηκαν μέσα στη νύχτα...
Ένα έργο του Μιχαήλ Άνθη, σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη. Μαλλιαροπούλειο Θέατρο Τρίπολης, Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Υπάρχουν πολλά θεατρικά κείμενα στην "φαρέτρα" της Δυτικής, πολιτισμικής παράδοσης, που ασχολούνται με το διαχρονικό θέμα της πολυπλοκότητας και του υπαρξιακού αδιεξόδου που, συχνά, καθιστούν "τοξικές" τις ανθρώπινες σχέσεις.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, οι αναπαραστατικές τέχνες στη Δύση, επηρεασμένες από την ψυχανάλυση αλλά και τις συντριπτικές αλλαγές που προκάλεσε η "Βιομηχανική Επανάσταση"- όπως η αστικοποίηση-, έχουν παραδώσει αριστουργήματα που, είτε μέσω του δράματος είτε μέσω της κωμικότητας, τέμνουν και αποδομούν τη νεωτερική, ανθρώπινη κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την, ολοένα και αυξανόμενη, εξάρτησή της από τη νεύρωση της φιλαυτίας, τον πλήρη υποκειμενισμό, την υλική εξάρτηση και την, αποκλειστικά, νευρολογική (ή ενστικτώδη) πρόσληψη της πραγματικότητας.
Σ' αυτή την παράδοση ανήκει και το έργο που έγραψε ο Μιχαήλ Άνθης, στο οποίο πρωταγωνιστούν δυο, φαινομενικά, "κανονικοί", "επιτυχημένοι" μεσοαστοί που αντιμετωπίζουν, ξαφνικά (..;...) πρόβλημα με τη συμπεριφορά της έφηβης κόρης τους. Η υπόθεση τοποθετείται στην Ελληνική Περιφέρεια, αλλά, σίγουρα, θα μπορούσε να τοποθετηθεί και σε κάποιο από τα μεγάλα, αστικά κέντρα της χώρας μας.
Το "φαίνεσθαι" και το "είναι"
Ο "Στάθης" και η "Φανή" βιώνουν μια σχέση που, πέρα από τις αναπόφευκτες μικρο-εντάσεις της καθημερινότητας- οι οποίες δημιουργούνται αλλά κι εκτονώνονται υπό την "ασφυκτική" επίδραση της, ενίοτε, μολυσματικής πρακτικότητας-, εμφανίζεται ως "λειτουργική" και "υγιής". Τα πράγματα αλλάζουν, άρδην, όταν από τη μια η έφηβη κόρη τους παρουσιάζει μια προβληματική, μη καθωσπρεπιστική, ακόμα και μη ισορροπημένη συμπεριφορά και, παράλληλα, η "Φανή" διεκδικεί το δικαίωμά της να επαναδραστηριοποιηθεί επαγγελματικά (υπήρξε στέλεχος πολυεθνικής αλλά εγκατέλειψε την καριέρα της για ν' αφοσιωθεί στην οικογένειά της).
Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν σε δύσκολη θέση τον "Στάθη" που, παρότι εμφανίζεται ως ένας ευαίσθητος, αλτρουιστικών τάσεων άνθρωπος, κρύβει μια "σκοτεινή" πλευρά η οποία, τελικά, λειτουργεί καθοριστικά ως παράγοντας της δραματουργικής εξέλιξης.
Η παράσταση
Το μεγάλο "+" της παράστασης είναι πως οι χαρακτήρες- ακόμα και η "κόρη" που δεν εμφανίζεται ποτέ αλλά κυριαρχεί μέσω της "σιωπής" της- είναι απολύτως αναγνωρίσιμοι. Στοιχεία τους μπορούμε ν' αναγνωρίσουμε παντού, ακόμα και σ' εμάς τους ίδιους.
Αυτό που διαφοροποιεί κάποιους εξ ημών, που ξεχωρίζει την "ήρα από το στάρι", είναι, προφανώς, η ενσυναίσθηση, η, συχνά, επώδυνη αυτοκριτική, οι, όποιες, αρχές και αξίες και, κυρίως, η ποιότητα εκείνη που επιτρέπει ( ή επιβάλλει) στο άτομο ν' αντιπαρατίθεται και όχι να "κρύβει κάτω από το χαλί" οτιδήποτε το κάνει να αισθάνεται "άβολα".
Δυστυχώς, όπως είναι φυσικό, τα παραπάνω στοιχεία δεν βρίσκουν ανταπόκριση ή, αν θέλετε, εφαρμογή στους περισσότερους- όπως και σε κάποιους που ήταν παρόντες στην εν λόγω παράσταση.
Από εκεί και πέρα, η παράσταση βασίζεται στη "χημεία" μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών, η οποία αξιοποιείται αρκετά από τη σκηνοθεσία, χωρίς η τελευταία να καταφεύγει σε ευρήματα ή "τρικ", προσδίδοντας περισσότερο νατουραλισμό στις ερμηνείες.
Η κυρία Τρύπη θα λέγαμε ότι, αποδίδοντας το ρόλο της βασιζόμενη στην εσωστρεφή διάσταση του χαρακτήρα της "Φανής", καταφέρνει να δώσει μια ερμηνεία που ταιριάζει περισσότερο με την πραγματιστική διάσταση του υπαρξιακού αδιεξόδου που διέπει τον σύγχρονο, Έλληνα αστό. Από την άλλη, ο κ. Καζάκος ερμηνεύει έναν χαρακτήρα εξωστρεφή, περισσότερο προσχηματικό και προβλέψιμο. Ωστόσο, δεν διαταράσσει τη δραματουργική "οικονομία" της παράστασης, σε καμία περίπτωση.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, χωρίς να θέλουμε να θίξουμε την κρίση των "μη ειδικών", μη υφιστάμενων, θα λέγαμε, θεατρικώς, κι εν γένει, κοινωνικώς και πολιτισμικώς "ανύπαρκτων" συμπολιτών μας, πως η κ. Τρύπη κυριαρχεί στο δεύτερο, ας πούμε, μέρος.
Οι μικρές, λυρικού χαρακτήρα, παύσεις μεταξύ των σκηνών, αποτελούν τις απαραίτητες "ανάσες" για το θεατή- αλλά και τους ηθοποιούς- ενώ βοηθούν στην κλιμάκωση της σκηνικής έντασης, μέχρι και το "σκληρό" φινάλε. Επίσης, η σκηνογραφική κι ενδυματολογική επιμέλεια της Μαρίας Καραθάνου, χωρίς να εντυπωσιάζει, είναι λειτουργική κι εντός "κλίματος".
Συνολικά, μια καλή παράσταση που καταφέρνει ν' αποφύγει τον βασικό κίνδυνο που πάντα ελλοχεύει σε σχέση με αυτού του είδους τη θεματολογία και που, πολύ συχνά, βλέπουμε σε τηλεοπτικές και κινηματογραφικές εγχώριες παραγωγές: τον "εκφυλισμό" του δράματος σε...μελόπραμα (έκφραση δανεισμένη από την ταινία του Χ. Κλυν "Αλαλούμ")!