"Η μια μάχη μετά την άλλη": Όταν ένας ευφυής σκηνοθέτης παρωδεί τα πάντα, ακόμα και τον.. εαυτό του!
Η ταινία "One battle after another" του Paul Thomas Anderson παρωδεί ανελέητα την pop κουλτούρα των ΗΠΑ κι αυτό είναι υπεραρκετό..

Ο Paul Thomas Anderson είναι ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης, σχετικά απρόβλεπτος: Από τη μια, δίνει το έξοχο "There will be blood" (2007) κι από την άλλη το αδιάφορο- ή, έστω, "συμπαθητικούλι"- "Licorice Pizza" (2021), ενώ, παράλληλα, συμμετέχει στο σενάριο του ανεκδιήγητου "Napoleon" του Ridley Scott (2023).
Κατά το παρελθόν, έχει δώσει δείγματα υψηλής σκηνοθετικής επάρκειας κι επαγγελματισμού, όπως το "Boogie Nights" (1997), υιοθετώντας ένα "ωμό", νατουραλιστικό στυλ προσέγγισης στα θέματά του, που βασίζονται στον ανθρωποκεντρισμό και την ενδοσκόπηση, συχνά εστιαζόμενη στα "αντι-ηρωικά" χαρακτηριστικά των ηρώων του και, κατ' επέκταση, σ' έναν ουμανιστικό πεσιμισμό.
Στην πιο ώριμη, μακράν, δουλειά του, το φιλμ "One battle after another" (Η μια μάχη μετά την άλλη), o Αnderson "χρησιμοποιεί" μια κατεξοχήν βορειοαμερικανική, σε δομή κι αισθητική, ιστορία, για να σαρκάσει και ν' αυτοσαρκαστεί.
Η σημαντικότερη, ίσως, αρετή της ταινίας είναι πως δεν παίρνει, σχεδόν ποτέ, τον εαυτό της ως κάτι το βαρύγδουπο και σοβαροφανές, αλλά, αντίθετα, εξελίσσεται σ' ένα "ντελίριο" εικόνων, μοντάζ και "χάρτινων" ερμηνειών, με απώτερο σκοπό την, οπωσδήποτε ψυχαγωγική, παρουσίαση της βορειοαμερικανικής, κινηματογραφικής και άλλης κουλτούρας ως κάτι το εξόχως διασκεδαστικό, απλό και, θα λέγαμε, φυσικό.

Ακόμα και οι αναφορές του σε πολύ πιο κλασσικά έργα τέχνης- όπως η ταινία "The battle of Algiers"- γίνονται σ' ένα πλαίσιο ανάλαφρης, καθημερινής "κανονικότητας" ή, καλύτερα, ρουτίνας, εντός της οποίας ο βασικός πρωταγωνιστής Leonardo di Caprio κινείται ως παρωδία χαρακτήρων από το σινεμά του Coppola, του Μann, του Tarantino, του Soderbergh, ακόμα και του Villeneuve και του Nolan ή των αδελφών Coen.
Ο Anderson, στην παρούσα ταινία, το διασκεδάζει και αυτό φαίνεται όχι μόνο στο σενάριο- που μοιάζει σαν μια ετερόκλητη συνέχεια του "Pulp Fiction", του "Fear and loathing in Las Vegas" αλλά και μιας σειράς road movies-, αλλά και στα "κάδρα" του, που είναι άλλοτε μεγαλεπήβολα (grandiose) κι άλλοτε "τετριμμένα", τηλεοπτικά θα λέγαμε.
Εν τέλει, ο Paul Thomas Anderson καταφέρνει, και με την επιτυχημένη χρήση της μουσικής επένδυσης, ν' αφηγηθεί μια ιστορία που μπορεί να μην ενέχει "υψηλά νοήματα", μπορεί να στερείται δράματος, ακόμα και συναισθήματος- προφανώς, ηθελημένα-, αλλά, σίγουρα, εμπεριέχει στοιχεία που συνθέτουν ένα ελκυστικό αποτέλεσμα για κάθε θεατή.