Παπαηλιού: Η κυβέρνηση της ΝΔ βαφτίζει ψευδεπίγραφα τη λιτότητα & τις ανισότητες μεταρρύθμιση
Ο Βουλευτής Αρκαδίας και Τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος Παπαηλιού κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής,
Ο Βουλευτής Αρκαδίας και Τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος Παπαηλιού κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών «Φορολογική μεταρρύθμιση για και τη μεσαία τάξη – Μέτρα στήριξης για την κοινωνία και την οικονομία» είπε, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
Πρόκειται για άλλο ένα ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο, αφού ούτε φορολογική μεταρρύθμιση (για τα μεσαία στρώματα) συνιστά ούτε την επίλυση ή έστω την προσέγγιση του δημογραφικού προωθεί. Η φορολογική πολιτική αποτελεί σημαντικό τμήμα της οικονομικής πολιτικής, την χαρακτηρίζει και την προσδιορίζει ως προοδευτική, συντηρητική ή νεοφιλελεύθερη. Η οικονομική και φορολογική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ακραία νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που ευνοεί τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και αγνοεί- υποβαθμίζει τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για σταθερότητα και ανάπτυξη, η πραγματικότητα για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών είναι άλλη.
Η ακρίβεια παραμένει αμείωτη και το μείζον πρόβλημα για τα νοικοκυριά, οι μισθοί χαμηλοί και το βιοτικό επίπεδο σε διαρκή πτώση. Η ακρίβεια δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο που οφείλεται στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, αλλά είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Η επιμονή σε υψηλούς έμμεσους φόρους -όπως ο ΦΠΑ στα βασικά αγαθά και η φορολογία-ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στην ενέργεια- επιβαρύνει δυσανάλογα τα λαϊκά και μεσαία στρώματα. Ταυτόχρονα, οι μισθοί αυξάνονται με ρυθμό πολύ μικρότερο από την άνοδο των τιμών, με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων να συρρικνώνεται.
Η έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία και στα πρωτογενή πλεονάσματα μπορεί να ικανοποιεί τις αγορές και τους επενδυτές, αλλά περιορίζει δραστικά τον δημοσιονομικό χώρο για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Ενώ το κυβερνητικό αφήγημα εστιάζει στην επιστροφή της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης, αυτή η ανάπτυξη δεν είναι δίκαιη. Οι ανισότητες διευρύνονται, ενώ οι νέοι άνθρωποι αδυνατούν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή στέγαση και σταθερή εργασία. Η πολιτική της κυβέρνησης ευνοεί ένα μοντέλο οικονομίας που στηρίζεται σε εξάρτηση από τον τουρισμό και εν γένει τις υπηρεσίες, σε χαμηλόμισθη εργασία και σε υπερσυγκέντρωση κερδών για ολίγους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, ενώ η κοινωνική πλειοψηφία καλείται να επιβιώσει σε περιβάλλον διαρκούς αβεβαιότητας.
Η ακρίβεια, είναι η απτή έκφραση της ταξικής μεροληψίας της οικονομικής πολιτικής. Η κυβέρνηση δεν έχει λάβει ουσιαστικά μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, όπως μία πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού που να ανταποκρίνεται στο κόστος ζωής ή η αποκατάσταση της συλλογικής αυτονομίας(των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας). Ούτε έχει προχωρήσει σε μείωση των εμμέσων φόρων στα βασικά αγαθά ή στην ενέργεια, κάτι που θα έδινε άμεση ανάσα στα νοικοκυριά.
Η πολιτική της επιλέγει να μεταθέτει το βάρος στους καταναλωτές, ενώ αποφεύγει κάθε σοβαρή αναδιανομή μέσω της φορολόγησης του πλούτου ή του ελέγχου των υπερκερδών. Η κυβέρνηση επικαλείται συνεχώς τον λεγόμενο «κόφτη δαπανών» του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου ως άλλοθι για την άρνησή της να ασκήσει κοινωνική πολιτική. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο «κόφτης» δεν απαγορεύει την αύξηση των δαπανών για την κοινωνία. Προβλέπεται η δυνατότητα των κρατών- μελών να δημιουργούν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο με τη λήψη στοχευμένων μέτρων αύξησης εσόδων από εκείνους που μπορούν να
συνεισφέρουν περισσότερα. Τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις τράπεζες, τις
εταιρείες ενέργειας, τους μερισματούχους και τα μεγάλα εισοδήματα μπορούν
και πρέπει να συμβάλουν δίκαια.
Αυτό δεν είναι κάποια «ιδεοληψία της Αριστεράς», όπως προσπαθεί να πείσει η κυβέρνηση. Είναι ευρωπαϊκή πρακτική, να αξιοποιείται ο δημοσιονομικός χώρος για να στηριχθεί η κοινωνική συνοχή. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026 προβλέπεται αύξηση των εσόδων από εμμέσους φόρους, από τον ΦΠΑ κατά 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ, από τον φόρο εισοδήματος κατά 1,2 δισεκατομμύρια, υπερπλεόνασμα 3,3 δισεκατομμυρίων και μείωση των δημόσιων δαπανών στο 6,2% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2021. Δηλαδή, η κυβέρνηση πανηγυρίζει,διότι εισπράττει περισσότερους φόρους από την ακρίβεια, αφού οι τιμές ανεβαίνουν και το κράτος εισπράττει μεγαλύτερα ποσά από τον ΦΠΑ. Αυτό δεν είναι επιτυχία. Είναι η απόδειξη μιας βαθιά άδικης πολιτικής που τιμωρεί τους πολίτες για την ακρίβεια που η ίδια αφήνει «να καλπάζει».
Η κυβέρνηση έχει κάνει μια συνειδητή επιλογή: να μην αξιοποιήσει τις ευρωπαϊκές δυνατότητες για δίκαιη φορολογική πολιτική. Αντί να φορολογήσει τα υπερκέρδη των τραπεζών και των ενεργειακών κολοσσών, αντί να εντάξει τα μερίσματα στις κλίμακες, επιμένει να περικόπτει δαπάνες και να συντηρεί ένα φορολογικό σύστημα που ευνοεί τους ολίγους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει καταθέσει σειρά από συγκεκριμένες, κοστολογημένες και ρεαλιστικές προτάσεις, τις οποίες το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχει χαρακτηρίσει δημοσιονομικά πλεονασματικές. Προτείνεται η σταδιακή μείωση του ΦΠΑ κατά τρεις μονάδες και ο προσωρινός μηδενισμός του στα βασικά αγαθά για έξι μήνες, η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα στο κατώτατο επίπεδο που επιτρέπει η ΕΕ, η απαλλαγή από ΦΠΑ για μικρές επιχειρήσεις με τζίρο μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ, η κατάργηση του τεκμαρτού εισοδήματος για τους επαγγελματίες και η ριζική μείωση του φορολογικού συντελεστή και του ΕΝΦΙΑ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Προτείνεται επίσης η σταδιακή αύξηση των δαπανών για την υγεία και την εκπαίδευση, ώστε να συγκλίνουν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς και η επαναφορά του 13ου μισθού στο Δημόσιο και της 13ης σύνταξης.
Όλα αυτά είναι απολύτως ρεαλιστικά, εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση για μια δίκαιη ανακατανομή του φορολογικού βάρους. Το πρόβλημα δεν είναι τα «περιθώρια», οι «κανόνες των Βρυξελλών». Το πρόβλημα είναι η επιλογή της κυβέρνησης να μην αγγίξει τα μεγάλα συμφέροντα. Το νομοσχέδιο δεν αντιμετωπίζει ούτε τη φτωχοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, ούτε το δημογραφικό, ούτε την ακρίβεια. Είναι μία άσκηση επικοινωνίας, όχι ουσίας. Οι πολίτες το ζουν καθημερινά: οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί, η στέγη πανάκριβη, τα τρόφιμα και τα καύσιμα απλησίαστα. Ταυτόχρονα, το κοινωνικό κράτος υποχωρεί και οι ανισότητες βαθαίνουν.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια φορολογική πολιτική που θα στηρίζει την εργασία, όχι την κερδοσκοπία, που θα ενισχύει το δημόσιο σύστημα υγείας και εκπαίδευσης, όχι την ιδιωτικοποίησή τους, που θα δίνει προοπτική στους νέους και ασφάλεια στους ηλικιωμένους. Αυτή είναι η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Για όλους αυτούς τους λόγους, καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο και καλούμε την κυβέρνηση να σταματήσει να βαφτίζει τη λιτότητα «μεταρρύθμιση» και να αναγνωρίσει ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από δικαιοσύνη, στήριξη και ελπίδα.
Η χώρα χρειάζεται πολιτική αλλαγή, χρειάζεται προοδευτική διακυβέρνηση που να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, και δεν θα ενισχύει τα προνόμια των ολίγων.