Παπαηλιού για εξεταστική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ: ομολογία ενοχής και προσβολή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Μιλώντας ως ειδικός αγορητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξαπέλυσε δριμεία επίθεση προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη.

Ο Βουλευτής Αρκαδίας, Τομεάρχης Δικαιοσύνης και εισηγητής-ειδικός αγορητής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος Παπαηλιού στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής κατά τη συζήτηση επί της αρχής του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικαιοσύνης … » αναφερόμενος προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ανέφερε:
Η συζήτηση επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου γίνεται εν μέσω της θεσμικής κρίσης που έχει προκαλέσει η ΝΔ από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Κρίση κράτους δικαίου, δικαιοσύνης και εν τέλει δημοκρατίας, που επιβεβαιώνεται και από πορίσματα-καταγγελίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης και πολλών άλλων διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών.
Η απόφαση της ΝΔ να καταθέσει πρόταση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ από το έτος 1998 και όχι για τη σύσταση Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης βάσει του πορίσματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που να διερευνήσει τις ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες δύο υπουργών ΑΑΤ της για συγκεκριμένη περίοδο ελέγχου από το 2019 και μετά, αποδεικνύει ότι, επειδή φοβάται και κρύβεται, προβαίνει σε άλλη μία επιχείρηση συγκάλυψης, όπως στις περιπτώσεις του σκανδάλου των υποκλοπών, του εγκλήματος των Τεμπών κ.α. .
Η συγκάλυψη, το «κουκούλωμα» των σκανδάλων, εν προκειμένω της διασπάθισης δημοσίων-ευρωπαϊκών πόρων σε «ημετέρους» προς άγραν ψήφων, στις οποίες εμπλέκονται στελέχη της ΝΔ, έχει γίνει δεύτερη φύση σας. Και τα σκάνδαλα διαδέχονται το ένα το άλλο.
Για τίποτα δεν ευθύνεστε, ούτε τα πολιτικά στελέχη σας, ούτε βέβαια ο «ανήξερος» πρωθυπουργός του επιτελικού παρακράτους Η εκ μέρους σας προτεινόμενη Εξεταστική είναι Επιτροπή διάχυσης ευθυνών και διαχρονικών παθογενειών, όπως διατείνεστε. Μ΄ αυτό τον τρόπο επιχειρείτε να αποποιηθείτε-«να ξεπλύνετε» τις συγκεκριμένες δικές σας ευθύνες.
Πρόκειται για ομολογία ενοχής, προσβολή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και ευτελισμό της Βουλής.
Όσον αφορά αυτό καθ' αυτό το νομοσχέδιο ο Βουλευτής Αρκαδίας τόνισε, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
Η ελληνική Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει διαχρονικά σοβαρά προβλήματα που πλήττουν τη θεσμική αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά της – ως προς αυτές η κυβέρνηση «το έχει τερματίσει», με την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτήν να βρίσκεται στο ναδίρ και αυτό να καταγράφεται στις μετρήσεις και να βιώνεται από όλους στην καθημερινότητά τους.
Αυτές δεν συνδέονται μόνον με την εξαιρετικά αργή, την υπερβολική καθυστέρηση στην απονομή της. Η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης είναι σημαντικό στοιχείο, όχι όμως το άπαν. Η αναζήτηση της αλήθειας και η αξιόπιστη και ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης είναι σημαντική παράμετρος, ώστε να την εμπιστεύονται οι πολίτες. Και αυτή δεν υπηρετείται πάντα με την ταχύτητα.
Τα σοβαρά προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης (η θεσμική αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα) συνδέονται (και) με τις κακές-άθλιες υλικοτεχνικές υποδομές, τις ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό (δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους), την πολυνομία και την κακονομία. Όλα αυτά συνθέτουν ένα τοπίο που υπονομεύει το βασικό συνταγματικό ρόλο της, την ταχεία, αμερόληπτη και δίκαιη κρίση επί των υποθέσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων δεν συνιστά απλώς διοικητικό πρόβλημα, αλλά ευθεία προσβολή των δικαιωμάτων των πολιτών, ειδικά των πιο ευάλωτων, και αιτία συστηματικής υπονόμευσης της εμπιστοσύνης προς το θεσμό.
Μ΄ αυτό τον τρόπο, επέρχεται σημαντική ανισορροπία των αντιτιθεμένων συμφερόντων των διαδίκων και ουσιώδης συρρίκνωση των δικαιωμάτων των πολιτών, ακόμη και αυτού της προσωρινής δικαστικής προστασίας και υπονόμευση της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας.
Στον πυρήνα αυτής της δυσλειτουργίας βρίσκεται η επιμονή της κυβέρνησης να αντιμετωπίζει τις παθογένειες του δικαστικού συστήματος όχι μέσω ενός ολιστικού, μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, αλλά μέσω συχνών, αποσπασματικών και συχνά πρόχειρων νομοθετικών παρεμβάσεων.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως εν προκειμένω, (αλλά και των υπόλοιπων κωδίκων ειδικά του Ποινικού κώδικα), ο οποίος – ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί ως ένα σταθερό, προβλέψιμο και ισορροπημένο ρυθμιστικό πλαίσιο για την πολιτική δίκη – έχει μετατραπεί σε ένα νομοθέτημα που αλλάζει συχνά, χωρίς ουσιαστική διαβούλευση, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, και χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση-αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των προηγούμενων αλλαγών.
Μέχρι σήμερα, έχουν επέλθει αλλαγές τα έτη 2020, 2021, 2022, 2023 και 2024.
Έτσι ο ΚΠολΔ έχει γίνει «σουρωτήρι».
Αυτό το συνεχές «ράβε-ξήλωνε» έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να αποδυναμώνεται η ασφάλεια δικαίου, αλλά και να προκαλείται σύγχυση τόσο στους δικαστικούς λειτουργούς όσο και στους δικηγόρους και τους πολίτες. Η έλλειψη σταθερότητας και προβλεψιμότητας στο δικονομικό δίκαιο οδηγεί αναπόφευκτα σε αύξηση της γραφειοκρατίας, αντιφατικές ερμηνείες και, τελικά, σε ακόμη μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Αντί να εξορθολογίζεται η διαδικασία, οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις καθιστούν τη δικαστική πράξη περισσότερο αβέβαιη, δυσλειτουργική και περίπλοκη.
Ας υπογραμμιστεί, ότι κωδικοποίηση δεν σημαίνει καθημερινή «επικαιροποίηση», αλλά οργανωμένη συγκρότηση του αντικειμένου σε ενότητες, που διαθέτει δική της εσωτερική αρχιτεκτονική και συνοχή και προορίζεται να διατηρήσει την ισχύ της για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γίνεται.
Σε διαφορετική περίπτωση, παύει να έχει τον χαρακτήρα-τα χαρακτηριστικά κωδίκων.
Επειδή το νομοσχέδιο είναι ερανιστικό, εντελώς ενδεικτικά θα αναφερθούμε σε ορισμένες προβλέψεις-ρυθμίσεις στις οποίες αποτυπώνονται όλες οι παθογένειες που χαρακτηρίζουν τα νομοσχέδια της ΝΔ, και το υπό κρίση, η προχειρότητα, η απουσία επαφής με τη δικαστηριακή πραγματικότητα, η αποσπασματικότητα, η αμφίβολη συνταγματικότητα, τα «ρουσφέτια» και ο ταξικός χαρακτήρας του νομοσχεδίου. - σε όλες θα αναφερθούμε στην κατ΄ άρθρον συζήτηση.
Εντελώς ενδεικτικά :
Η αύξηση του αντικειμένου των διαφορών (από 30.000 σε 80.000 ευρώ) που θα δικάζουν τα Πολυμελή Πρωτοδικεία, ως Εφετεία, θα επιφέρει προσωρινή ελάφρυνση στα Εφετεία.
Όμως έτσι:
-επιβαρύνεται η ύλη των Πρωτοδικείων που σε συνδυασμό με τη σχεδιαζόμενη μείωση της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης, θα προκαλέσει περαιτέρω καθυστερήσεις,
-ανατρέπεται η κανονικότητα που είναι το κατ΄ έφεση δικαστήριο να συντίθεται από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές σε σχέση με το πρωτοβάθμιο,
-θα προκληθούν σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στις συνθέσεις των νέων πολυμελών πρωτοδικείων, ιδίως των επαρχιακών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου, θα καλούνται να δικάζουν τις πρωτόδικες αποφάσεις των ομόβαθμων πλέον συναδέλφων τους,
-θα περιοριστεί δραστικά το εύρος των λόγων αναίρεσης, λόγω των περιορισμών του άρθρου 560 ΚΠολΔ, σε ένα τεράστιο εύρος υποθέσεων, που είναι υποθέσεις με αντικείμενο διαφοράς το ποσό των 80.000 ευρώ.
Αλλά και η αύξηση της αξίας των μικροδιαφορών δεν συνάδει με το εισοδηματικό επίπεδο των Ελλήνων εργαζομένων, χωρίς μάλιστα να ακυρώνεται το ισχύον δυσκίνητο σύστημα στη σχετική διαδικασία.
Οι προθεσμίες που προβλέπονται στον ΚΠολΔ είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές, και αυτή για την έκδοση απόφασης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η μοναδικότητα και η πολυπλοκότητα των υποθέσεων – δεν είναι όλες ίδιες και για την εκδίκασή τους απαιτείται εύλογος χρόνος. Επομένως, αυτές οι προθεσμίες θα μπορούσαν-θα έπρεπε να είναι ενδεικτικές.
Η διευκόλυνση και επιτάχυνση μέσω της έκδοσης διαταγής πληρωμής για την απόδοση της χρήσης μισθίου-της έξωσης ενοικιαστών από δικηγόρους και όχι μετά από δικαστική κρίση είναι αμφίβολης συνταγματικότητας, καθώς οι υπεύθυνοι για τον δικονομικό έλεγχο της διαταγής πληρωμής, ως εκτελεστού τίτλου, θα είναι και υπεύθυνοι για την έκδοσή της .
Και πάντως ομολογείται στην «Ανάλυση συνεπειών ρύθμισης» του νομοσχεδίου, ότι «στόχος της αξιολογούμενης ρύθμισης είναι η διευκόλυνση των πολιτών στη διαχείριση και αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των ιδιοκτητών» αγνοώντας τα δικαιώματα των ενοικιαστών εν μέσω της αδυσώπητης στεγαστικής κρίσης.
Ο επαναπροσδιορισμός των ανακοπών χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι ναι μεν οι δικάσιμοι φθάνουν μέχρι το 2035, όμως επί της ουσίας πρόκειται για «δώρο» στις τράπεζες, στα funds, τους servicers, στα μεγάλα συμφέροντα εις βάρος των δανειοληπτών, που ταλανίζονται από την κρίση.
Η παράταση της θητείας των Συμβουλίων Διοίκησης των Πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης και των Δικαστηρίων του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας παραβιάζει το αυτοδιοίκητο των μεγάλων Δικαστηρίων, καταργώντας μία δημοκρατική κατάκτηση.
Τίθεται το εύλογο ερώτημα, γιατί η σύσταση 2 θέσεων του κλάδου ΠΕ παιδαγωγών πρώϊμης ηλικίας γίνεται μόνον για το ΣτΕ και όχι για τα λοιπά Δικαστήρια. Μήπως η πρόσφατη, κατάφωρα αντισυνταγματική απόφαση του ΣτΕ για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων κάτι λέει;
Όπως επίσης και γιατί προβλέπεται η κατά παρέκκλιση μετάταξη υπαλλήλων φορέων του δημόσιου τομέα που έχουν αποσπαστεί ή διατεθεί στο ΣτΕ. (ρουσφέτι;)
Τα υπόλοιπα θα αναφερθούν στην κατ΄ άρθρον συζήτηση, αφού ακουστούν και οι φορείς. Η έναρξη ισχύος του νόμου από 16.9.2025 δεν λαμβάνει υπόψη τη (δικαστηριακή) πραγματικότητα και την ανάγκη ενημέρωσης της νομικής κοινότητας για τις αλλαγές. Θα τροφοδοτήσει ακυρότητες, καθυστερήσεις απώλεια δικαιωμάτων.
Η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης, η ουσιαστική ενίσχυση των δικαστικών υποδομών και η κάλυψη των κενών σε προσωπικό και ιδίως δικαστικούς υπαλλήλους θα κρίνουν εντέλει αν τα μέτρα αυτά, όπως προωθούνται, είναι ικανά να αντιμετωπίσουν ένα από τα προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης, τις καθυστερήσεις στην απονομή της.
Αμφιβάλλουμε. Πρόκειται για αμφιλεγόμενα ημίμετρα που θα επιδεινώσουν την κατάσταση.