Αρκαδία και Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, μέρος δεύτερο
Η συνέχεια και το τέλος του αφιερώματος από τον arcadia 938 σχετικά με τα γεγονότα στην Αρκαδία κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα: "Στον καιρό της Κατοχής"
Στην Τρίπολη η πρώτη μηχανοκίνητη φάλαγγα του Γερμανικού στρατού θα εμφανισθεί θορυβώδης, μέσα σε σύννεφα καπνού και σκόνης, στις 28 Απριλίου, ημέρα Δευτέρα, λίγο πριν το μεσημέρι. Στόχος της, η καταδίωξη του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος που υποχωρούσε μέσα απ’ τα βουνά προς τις νότιες παραλίες, όπου είχε τη δυνατότητα να επιβιβασθεί σε πλωτά μέσα και να διαφύγει. Είχαν προηγηθεί τρεις μέρες αγωνίας, με τον κόσμο να μην ξέρει πώς να προφυλαχθεί από τους βομβαρδισμούς των Γερμανικών αεροπλάνων.
Την Παρασκευή μάλιστα το πρωί σκοτώθηκε μια γυναίκα. Οι πυκνότερες εφορμήσεις αεροπλάνων σημειώθηκαν την Κυριακή, και προς το τέλος της ημέρας δόθηκε από τις αρχές η εντολή για εκκένωση της πόλης, επειδή οι Γερμανοί παρήγγειλαν ότι θα την πυρπολήσουν την επομένη. Πολλοί κάτοικοι τότε κατέφυγαν στην Τεγέα. «Την επομένη-διηγείται ένας αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων - στις 28, ήρθε η είδησις πως την τελευταία στιγμή εγκατέλειψαν την πόλι οι σύμμαχοι και τα γερμανικά αεροπλάνα που ήρθαν για βομβαρδισμό είδαν τ’ άσπρα σεντόνια στον Άγιο Βασίλειο και στο Ξενοδοχείο «Μαίναλον» και ειδοποίησαν τους Γερμανούς στο Άργος να προχωρήσουν».
Η περιοχή της Τρίπολης, όπως και ολόκληρη η Πελοπόννησος εξ άλλου (εκτός από την ακτή τού Αργοσαρωνικού), είχε παραχωρηθεί στην κατοχική δικαιοδοσία των Ιταλών, οι οποίοι εγκατέστησαν στο ξενοδοχείο «Αρκαδία» (πλατεία Κολοκοτρώνη) το Στρατηγείο διοίκησης της μεραρχίας Κάλιαρι, στο Μαντζούνειο τους κοιτώνες των στρατιωτών, στο ξενοδοχείο «Σεμίραμις» τη διοίκηση του 59ου συντάγματος πυροβολικού, στο Μέγαρο του Μαλλιαρόπουλου την Καραμπινιερία, στα Σφαγεία- Ποινικές Φυλακές-υπόγεια Δικαστικού Μεγάρου τις φυλακές, ενώ την πολυτελή έπαυλη του Τουρκοβασίλη επέλεξε ως κατοικία του –κατά την παραμονή του στην Τρίπολη- ο διοικητής των Ιταλών στρατηγός Κάρλο Τζελόζο..
Η περίοδος 1941-42 δεν ήταν τόσο σκληρή για τα χωριά, από την άποψη του επισιτισμού, όσο ήταν για τις μεγάλες πόλεις και τα νησιά . Η παραγωγή, βέβαια, είχε μειωθεί, οι δυνάμεις κατοχής άρπαζαν τα προϊόντα, αλλά τουλάχιστον οι άνθρωποι δεν πέθαιναν από την πείνα στους δρόμους. Αυτή η σκληρή πραγματικότητα –ιδιαίτερα για την Αθήνα, όπου είχε μετακινηθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού τής επαρχίας κατά τα προηγούμενα χρόνια- εξανάγκασε σε μια αντίστροφη πορεία.
Η αύξηση του πληθυσμού των χωριών, που συντελέσθηκε μέσα σε τέτοιες συνθήκες, δεν άνοιγε βέβαια κάποιες ευοίωνες προοπτικές ανάπτυξής τους, αφού εκείνο το οποίο κατάφερε ήταν να μοιράζονται τα λιγοστά, ούτως ή άλλως, τρόφιμα σε περισσότερα στόματα. Πιο επικίνδυνες, ωστόσο, για την κοινωνική ζωή μακροπρόθεσμα, δεν ήσαν τόσο οι ελλείψεις σε τρόφιμα όσο εκείνες οι συμπεριφορές που μεταβάλλουν τα ήθη των ανθρώπων επί τα χείρω.
Τα φαινόμενα, δηλαδή, του δωσιλογισμού, του μαυραγοριτισμού, του καταδοτισμού, που έκαναν την εμφάνισή τους μέσα στους κόλπους της Ελληνικής κοινωνίας κατά την Κατοχή, ήσαν περισσότερο καταστροφικά κι από την πείνα, που επηρέασε κι εκείνη, βέβαια, τις διατροφικές συνήθειες της μετα-κατοχικής Ελλάδας μέσω του περίφημου "Κατοχικού συνδρόμου", που ενίσχυσε τον καταναλωτισμό, αλλά και τον ατομισμό στο έπακρο...
Σχόλια